Στην παρούσα
ενότητα θα έχουμε την ευκαιρία να εξετάζουμε έναν δίσκο και κατ’ επέκτασιν κάποιον καλλιτέχνη ή καλλιτεχνικό
σχήμα. Όπως καθίσταται προφανές και από τον τίτλο θα ασχοληθούμε για κάποια ώρα
με τους King Crimson.
Έχω την εντύπωση πως δεν τους γνωρίζουν πολλοί στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά τους γνωρίζουν αρκετοί, ώστε αν τους ψάξετε στο google θα δείτε ότι υπάρχει ένα πολύ μικρό άρθρο στην Βικιπαίδεια για αυτούς. Οι King Crimson, λοιπόν, είναι ένα ροκ συγκρότημα που δημιουργήθηκε το 1968 στην Μεγάλη Βρετανία. Για την ακρίβεια -και αρκετά χονδροειδώς, θα έλεγα- θεωρείται πως ανήκει στο κύμα του progressive rock. Το συγκρότημα στην αρχική του μορφή αποτελείται από τους: Robert Fripp (κιθάρα), Michael Giles (ντραμς, φωνητικά), Greg Lake (μπάσο, κιθάρα, φωνητικά), Ian McDonald (φλάουτο, σαξόφωνο, πλήκτρα, μέλλοτρον, φωνητικά), Peter Sinfield (στίχοι και διάφορα άλλα). Ήδη από το 1970, όμως, μόλις ένα χρόνο μετά την δημιουργία του πρώτου τους δίσκου, βλέπουμε πως η σύνθεση του συγκροτήματος αρχίζει να αλλάζει. Αυτό, κατά την γνώμη μου, είναι ένα από τα βασικά προβλήματα των King Crimson.
Θεωρώ πως μετά τον πρώτο τους δίσκο (για τον οποίο θα μιλήσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες παρακάτω), αρχίζει μία φθίνουσα πορεία όσον αφορά την ποιότητα των έργων του συγκροτήματος.
«In the Court of the Crimson King» (1969). Πρόκειται για το πρώτο τους δίσκο (αποτελούμενο από πέντε κομμάτια). Χαίρομαι ιδιαίτερα που είχα την ευκαιρία να τον ακούσω. Η αλήθεια είναι πως τον βρήκα πριν αρκετό καιρό εντελώς τυχαία, μα καθώς το εξώφυλλο μου τράβηξε την προσοχή, θέλησα να τον ακούσω άμεσα. Επειδή την πρώτη φορά τον άκουσα αρκετά δυνατά, ομολογώ πως το πρώτο κομμάτι (21st Century Schizoid Man) μου φάνηκε λίγο φασαριόζικο. Κυρίως αυτό που με ενόχλησε ήταν εκείνο το «ηλεκτρονικό» εφφέ πάνω στην φωνή του τραγουδιστή, καθώς και ορισμένα διάσπαρτα «μικροφωνίσματα» εν είδει εφφέ. Ίσως αυτά να είναι και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του τραγουδιού. Πάντως, τις δεκαετίες του ’60 και ’70 οι μουσικοί το παράκαναν λίγο στην προσπάθεια τους να παρουσιάσουν κάτι πρωτότυπο. Βέβαια, οι King Crimson, ειδικά σε αυτό το κομμάτι, δεν έκαναν και τους τρομερούς πειραματισμούς – θα έλεγα πως οι πειραματισμοί τους ήταν αρκετά συμβατικοί. Ελπίζω να μην γίνομαι άδικος με τον τελευταίο χαρακτηρισμό λόγω του διαβρωμένου αυτιού μου από την μεγαλειώδη “μουσική” φασαρία της παρούσας εποχής.
Θεωρώ πως μετά τον πρώτο τους δίσκο (για τον οποίο θα μιλήσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες παρακάτω), αρχίζει μία φθίνουσα πορεία όσον αφορά την ποιότητα των έργων του συγκροτήματος.
«In the Court of the Crimson King» (1969). Πρόκειται για το πρώτο τους δίσκο (αποτελούμενο από πέντε κομμάτια). Χαίρομαι ιδιαίτερα που είχα την ευκαιρία να τον ακούσω. Η αλήθεια είναι πως τον βρήκα πριν αρκετό καιρό εντελώς τυχαία, μα καθώς το εξώφυλλο μου τράβηξε την προσοχή, θέλησα να τον ακούσω άμεσα. Επειδή την πρώτη φορά τον άκουσα αρκετά δυνατά, ομολογώ πως το πρώτο κομμάτι (21st Century Schizoid Man) μου φάνηκε λίγο φασαριόζικο. Κυρίως αυτό που με ενόχλησε ήταν εκείνο το «ηλεκτρονικό» εφφέ πάνω στην φωνή του τραγουδιστή, καθώς και ορισμένα διάσπαρτα «μικροφωνίσματα» εν είδει εφφέ. Ίσως αυτά να είναι και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του τραγουδιού. Πάντως, τις δεκαετίες του ’60 και ’70 οι μουσικοί το παράκαναν λίγο στην προσπάθεια τους να παρουσιάσουν κάτι πρωτότυπο. Βέβαια, οι King Crimson, ειδικά σε αυτό το κομμάτι, δεν έκαναν και τους τρομερούς πειραματισμούς – θα έλεγα πως οι πειραματισμοί τους ήταν αρκετά συμβατικοί. Ελπίζω να μην γίνομαι άδικος με τον τελευταίο χαρακτηρισμό λόγω του διαβρωμένου αυτιού μου από την μεγαλειώδη “μουσική” φασαρία της παρούσας εποχής.
Το δεύτερο κομμάτι (I Talk to the Wind) επιχειρεί -πολύ επιτυχημένα- να επαναφέρει την ηρεμία μετά το χάος που προκλήθηκε – συγκριτικά με το πρώτο. Ακούμε το φλάουτο να κυριαρχεί ως όργανο είτε συνοδευτικά είτε κάνοντας το σόλο του, κυρίως προς το κλείσιμο του τραγουδιού. Θεωρώ πως είναι ίσως το καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Ακούς ξεκάθαρα όλες τις αρμονίες, οι οποίες είναι συνολικά επτά, (Μι μείζονα, Ντο μείζονα με μεγάλη έβδομη, Σολ μείζονα με μεγάλη έβδομη, φα δίεση ελάσσονα μεθ’ εβδόμης, Σι μείζονα, σι ελάσσονα, λα ελάσσονα). Απλή σχετικά είναι η μελωδία που ακολουθεί η φωνή, αλλά το φλάουτο την συνοδεύει με έναν απίστευτα περίτεχνο μελωδικό τρόπο. Ας αναφερθεί στο σημείο αυτό, πως τις δεκαετίες ’60 (κυρίως προς το τέλος) και ’70 συνηθίζεται η χρήση «κλασσικών» οργάνων, όπως το φλάουτο για παράδειγμα, από διάφορα ροκ συγκροτήματα (βλ. και τον Ray Thomas από τους Moody Blues). Θα έλεγα ότι αυτό το φαινόμενο σχετίζεται με την «κλασσική» παιδεία των μελών των διάφορων συγκροτημάτων της περιόδου αυτής και ενισχύεται με τα όσα είπα πριν περί ηχητικών πειραματισμών. Σε κάθε περίπτωση, σ’ αυτό το δεύτερο κομμάτι θα διαπιστώσετε μια πιο τζαζ αρμονία (και ρυθμό, αλλά κυρίως αρμονία). Όταν λέω τζαζ, αναφέρομαι περισσότερο στην αρμονία, μην περιμένετε να ακούσετε κάτι σε στυλ New York, New York με τον Frank Sinatra (όχι ότι κι αυτό είναι τζαζ, αλλά τέλος πάντων...). Αστειευόμενος, θα έλεγα πως ο τίτλος αυτού του κομματιού:«I Talk to the Wind» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για διαφημιστικούς σκοπούς από κάποια εταιρεία τηλεφωνίας. Επιστρέφω στον δίσκο.
Τρίτο κομμάτι του δίσκου, το περίφημο Epitaph. Αν ρωτήσετε κάποιον που ξέρει τους King Crimson, αλλά όχι και τόσο καλά, θα σας αναφέρει αμέσως τον τίτλο αυτού του τραγουδιού. Είναι ωραίο κομμάτι, δυναμικό -σε στυλ “ύμνος”- δεν έχω να πω και πολλά για αυτό – είναι από εκείνα που ακούγονται ευχάριστα. Τέταρτο κομμάτι το μακροσκελές Moonchild. Εμένα μου αρέσει αρκετά. Εντοπίζονται και πάλι κάποιες τζαζ επιρροές, περισσότερες από πριν θα έλεγα – ειδικά μετά την αρκετά σύντομη παρέμβαση του τραγουδιστή στο κομμάτι. Μετά από αυτή, βέβαια, ενέχει ο κίνδυνος ύπνου – προσοχή, λοιπόν! Αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί τα περί ωραιότητας του κομματιού που προαναφέρθηκαν. Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, In the Court of the Crimson King, νομίζω ότι είναι και ό,τι πιο μεγαλειώδες έχει γράψει το συγκεκριμένο συγκρότημα. Συνδυάζει στοιχεία από όλα τα περασμένα κομμάτια με έναν υπέροχο τρόπο. Αυτό το στοιχείο που καθιστά το κομμάτι μεγαλειώδες είναι τα φωνητικά. Ελπίζω όποιος μόλις αρχίζει να μαθαίνει τους King Crimson να μην ακούσει πρώτα απ’ όλα αυτό το κομμάτι τους, γιατί πολύ απλά θα νιώσει μία ελαφρά απογοήτευση από τα υπόλοιπα. Ειλικρινά, δεν περιγράφεται με λόγια αυτό το κομμάτι, παρ’ όλο που είναι απλό δημιουργεί μία μοναδική και απόλυτη για τον καθέναν αίσθηση. Ακούστε το άμεσα!
Γενικά, έχω την εντύπωση πως ο πρώτος τους δίσκος είναι και ο καλύτερος τους. Σπάνιο, κατά την γνώμη μου, φαινόμενο, καθώς συνήθως στον πρώτο δίσκο το συγκρότημα είναι ελαφρώς αναποφάσιστο (και αρκετά ανεξάρτητο - μέχρι να του δώσει μια κατεύθυνση η δισκογραφική εταιρεία...) ως προς τα πού να κατευθυνθεί μουσικά. Επιπλέον, έχω την εντύπωση, ότι οι συνθετικές ιδέες του Peter Sinfield ξεχωρίζουν από των άλλων μελών του συγκροτήματος. Στους δύο δίσκους τους που κυκλοφόρησαν το 1970: In the Wake of Poseidon και Lizard, υπάρχουν πολλά καλά και ενδιαφέροντα στοιχεία. Ιδιαίτερα στο ομώνυμο κομμάτι (In the Wake of Poseidon/Libra's Theme) του δεύτερου τους δίσκου μπορεί κανείς να εντοπίσει πολλά στοιχεία από τον πρώτο τους δίσκο και κυρίως από το κομμάτι Epitaph. Επίσης, υπάρχουν προφανείς “συγγενικοί δεσμοί” στο κομμάτι Cadence and Cascade του ίδιου δίσκου με το I Talk to the Wind του πρώτου τους˙ στο ίδιο ύφος τοποθετείται και το Lady of the Dancing Water του τρίτου τους δίσκου.
Δεν μπορώ να μην πω, επίσης, πως το The Devil's Triangle: Merday Morn/Hand of Sceiron/Garden of Worm από τον δεύτερο τους δίσκο, μου θυμίζει κάτι λίγο από το theme song της καθιερωμένης σειράς «Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ» και το θέμα από Χάρυ Πόττερ συνδυασμένα και τοποθετημένα από τους King Crimson σε έναν «ροκ-μέταλ» σωλήνα. Εντελώς αναχρονιστική η περασμένη πρόταση, μα ούτως ή άλλως δεν επιδιώκει να αποδείξει κάτι. Στο ομώνυμο κομμάτι από τον τρίτο τους δίσκο, το οποίο αποτελείται από “μέρη” (Lizard: Prince Rupert Awakes/Bolero: The Peacock's Tale/The Battle of G) θα παρατηρήσετε πολλά ωραία πράγματα και θα περάσετε ένα ευχάριστο εικοσιπεντάλεπτο περίπου. Χωρίς να μου αρέσει η αυστηρή –αδύνατη για μένα– κατάταξη των καλλιτεχνών και των καλλιτεχνικών σχηματισμών σε είδη, πιστεύω πως οι King Crimson ακολούθησαν το κύμα του psychedelic rock ιδιαίτερα μετά την παραγωγή του πρώτου τους δίσκου. Περί το 1974 με το Red (όπου ήδη από το 1972 περίπου ο Sinfield έχει αποχωρήσει) είναι προφανές πως το συγκρότημα επιχειρεί κάτι διαφορετικό απ’ ότι μέχρι τότε επιχειρούσε. Υπάρχουν και εντοπίζονται, σαφώς, ορισμένες αναμνήσεις από το πρόσφατο ένδοξο παρελθόν του συγκροτήματος.
Με τους King Crimson ασχολήθηκα μέχρι το 1975 περίπου. Δεν είχα ούτε υπομονή ούτε διάθεση (προς το παρόν) να ακούσω και την υπόλοιπη δισκογραφία τους (αν και δεν είναι και ιδιαίτερα μεγάλη). Πάντως, μου φαίνεται ενδιαφέρουσα η επιρροή που διάβασα πως δέχθηκαν από τα γκαμελάν (Discipline, 1981). (Απλουστευμένη έκδοση: Τα γκαμελάν είναι παραδοσιακά μουσικά σχήματα –κάτι σαν τις αντίστοιχες δικές μας ορχήστρες- και σχετίζονται με την ινδονησιακή παραδοσιακή μουσική). Η ινδονησιακή μουσική παράδοση είναι ιδιαίτερα πλούσια, μα δεν ξέρω αν ο σύγχρονος δυτικός ευρωπαίος βρίσκει εύκολα την υπομονή και την διάθεση για να παρακολουθήσει μουσική γκαμελάν ή επηρεασμένη από αυτά. Ό,τι προτιμά ο καθένας… Σας προτείνω να ακούσετε οπωσδήποτε τον πρώτο δίσκο των King Crimson, και αν σας συγκινήσει κάντε μια προσπάθεια να ακούσετε και τους υπόλοιπους. Ο «In the Court of the Crimson King» είναι σε κάθε περίπτωση ένας ιστορικός δίσκος που πρέπει να έχει ακουστεί από όποιον θεωρεί πως ακούει ροκ μουσική ή, γενικώς, καλή μουσική.
Προσωπική αξιολόγηση του δίσκου: 9/10
Τέλος...
και τῷ Θεῷ δόξα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου