Μετὰ ἀπὸ κάποιες ἡμέρες ἔπεσε σὲ μεγάλες ἀντιφάσεις, διότι δὲν
μπορούσε εὔκολα νὰ ξεχάσει τὰ κακὰ τοῦ: ἀπὸ τὶς ἔντοκες ἐθρέφετο ὅλη μέρα ὁ
Ματιάμπα, ὥσπου ὡς δανδὴς μὲ περισσότερες κουμπότρυπες ἀπό κουμπιά δὲν ἔβρισκε
πιὰ κάποιο λόγο. Καὶ ὅταν ἔμεινε ἔγκυος ἐπειδὴ ἧτο ντοῦρο τὸ φιλαράκι, ἐκειδᾶ ἀνέτρεξε
– στὴν ἵστορία τοῦ Τσάρου. Ἱδοῦ:
– Πιστεύεις ὅ,τι αὐτὸ εἶναι πολὺ καλὸ, ἐ; Ἔντοκες,
ὄ’ι – κομμένες.
Καὶ σἀυτὰ τὰ ὄ’ια ἀνταπέδωσε:
Καὶ σἀυτὰ τὰ ὄ’ια ἀνταπέδωσε:
– Ἀρκετά, μικρὸ καὶ ἄσκημο! Ναί, δὲν ἔ’εις λόγο,
καὶ πολλὰ λὲς ὥς ὁ ντιάμπολος. Δὲν μπορεὶς κύριε νὰ τὸν ματώσεις.
Καὶ δαὔτος, ὅπως τὰ ὄ’ια ἀπέκρουε, δὲν βάσταγε καθόλου.
Ἔγὼ τὸν ἔπλενα καὶ γιὰ τοὺς ἰκανοὺς καὶ γιὰ τοὺς καϋμένους Ματιάμπες, διᾶ νὰ μὴν χαθῇ τῷ Δανιῷ: ἐὰν ἐχάνετο, γιὰ τὶς χαμένές˙ ἄν ἧτο ὑδρόβιος, διὰ τὴν προβοκάτσια. Ἔγὼ πέρασα γιὰ τὰ σιτηρὰ μοῦ καὶ ἔπεσα μὲ τὴν καρδιὰ στὰ πόδια, διότι σάν γκανὰς ντὲ βὲρλ ἧτο αὐτὴ ἡ πιὸ φλογισμένη καρδιὰ ἀπ’ ὅλες.
Ἔγὼ τὸν ἔπλενα καὶ γιὰ τοὺς ἰκανοὺς καὶ γιὰ τοὺς καϋμένους Ματιάμπες, διᾶ νὰ μὴν χαθῇ τῷ Δανιῷ: ἐὰν ἐχάνετο, γιὰ τὶς χαμένές˙ ἄν ἧτο ὑδρόβιος, διὰ τὴν προβοκάτσια. Ἔγὼ πέρασα γιὰ τὰ σιτηρὰ μοῦ καὶ ἔπεσα μὲ τὴν καρδιὰ στὰ πόδια, διότι σάν γκανὰς ντὲ βὲρλ ἧτο αὐτὴ ἡ πιὸ φλογισμένη καρδιὰ ἀπ’ ὅλες.
Καὶ το γνώριζα… ἧταν γραμμένο στὴν λίστα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου