Ἤταν’ ἡ ‘μέρα ὅμορφη κι ὁ μπαρμπα-Μὸτ ἐχάρη.
Ὁπόντε πῆρε τὸ
μετρὸ στὸ Σύνταγμα νὰ πᾶῃ.
Ἡ βόλτα τοῦ ἦν
περίφανη εἲς τῆς Βουλῆς τὸ πλάι
καὶ εἲς τὸν κῆπο τὸν ‘θνικὸ ὁ νοῦς τοῦ
τριγυρνᾶει.
Καὶ σᾶντε ἐξαπόστασε εἴς ἕνα
καθιστήρι,
τὸν δρόμο τοῦ τὸν πισινὸ ‘πεφάσισε νὰ ῥίψῃ.
Σᾶν μπῆκε μέσα ‘σ’τὸ
μετρὸν στὸ σπίτι νὰ γυρίσῃ
ἀπέναντὶ τοῦ ἐκάθηξε μιὰ μπεκατσοφτερίσκη.
Ἐδίπλα τοὺς
καθόντουσι ἡ κόρη τῆς κι εἳς λίγδης
καὶ ἡ μπεκατσόφτερα λαλεῖ πῶς θὰ λιγοθυμίξη.
Καὶ σᾶντε ὁ γλίντζης ἔσπασε
κι αἰθέριασε ὁ τόπος
τῆς μπεκαστῆς δὲν ἔλεγε νὰ καθαρίσῃ ὁ λόγος.
– Κόρη καλή, κόρη ζαργή, τοῦτος ἐδῶ βρομᾶει.
Κι ὁ Μοτ παρεξηγἠθηκε κιὅλους στραβᾶ κυττᾶει,
μὰ οὖτε λαλιά ἔβγαλε – σηκώθηκε καὶ πᾶει...
Μιὰ ‘μέρα ὁ Θύμιος τὄμαθε κι ἔτρεξε νὰ ῥωτήσῃ
γιατὶ ὁ Μὸτ δὲν
τόλμησε κουβέντα νὰ γυρίσῃ.
– Γιατὶ δεν τῆς ἀπάντησες
‘κείνης της λολοφιόγκας,
ποῦ ἐτόλμησε ἀπροκάλυπτα τὸν Μὸτ νὰ καθυβρίσῃ
καὶ
τέτοιον μέγα ἥρωα νὰ ἐστεναχωρήξῃ;
Κι ὁ μπαρμπα-Μὸτ ἀπάντησε μὲ τὴν γνωστὴ τοῦ χάρι.
– Εἶχε κλείσει ὁ λαιμὸς
μοῦ.
– Βρὲ μπαρμπα-Μότ, καμάρι μοῦ, γιατὶ ἕνα φὸρντ δὲν παῖρνεις
καὶ μὲ τὴν πᾶσα μία
τρελλὴ εἲς τὸ μετρὸ ‘πιβαίνεις;
– Δὲν ἔχω δίπλωμα ὁδήγησης, ῥὲ μᾶν.
cute story!