Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Δισκοπάθεια: Blood, Sweat and Tears (#5)

Blood, Sweat & Tears» (1968)

Ο δεύτερος δίσκος των Blood, Sweat & Tears κυκλοφόρησε το 1968 και ως τίτλο φέρει και το όνομα του συγκροτήματος. Στο εξώφυλλο απεικονίζονται τα εννέα μέλη που αποτέλεσαν εκείνη την χρονική περίοδο τους Blood, Sweat & Tears. Είναι προφανές από αυτό το στοιχείο (των εννέα μελών) πως δεν πρόκειται για ένα συγκρότημα με ιδιαίτερα σταθερή δομή. Σε κάθε περίπτωση, αναφέρονται οι εξής μουσικοί, οι οποίοι συμμετείχαν στην δημιουργία του δίσκου που θα εξετάσουμε παρακάτω: David Clayton-Thomas (φωνητικά-τραγούδι), Bobby Colomby (ντραμς), Steve Katz (κιθάρα), Lew Soloff (τρομπέτα), Jim Fielder (μπάσσο), Dick Halligan (όργανο, πιάνο, φλάουτο, τρομπόνι, φωνητικά), Fred Lipsius (άλτο σαξόφωνο, πιάνο), Chuck Winfield (τρομπέτα), Jerry Hymann (τρομπόνι και φλογέρα).
 
Blood, Sweat & Tears «Blood, Sweat & Tears» (1968). Ο δίσκος ξεκινά με παραλλαγές πάνω στα θέματα των Τριών Γυμνοπαιδιών του Erik Satie (πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται θεματικό υλικό από τα δύο πρώτα μέρη της σουίτας για πιάνο). Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση, ιδιαίτερα όσον αφορά την ενορχήστρωση. Την βασική μελωδία αναλαμβάνει να εκτελέσει το φλάουτο, ενώ το πλαισιώνουν πιάνο, κιθάρα και κρουστά. Μόλις ακουσθεί το θέμα, αρχίζουν οι πραγματικές παραλλαγές με την εισαγωγή πνευστών. Με αυτόν τον τρόπο, ακολουθεί πολύ φυσικά το funky Smiling Phases (του Steve Winwood των Traffic). Οι στίχοι του παρόντος, προφανώς είναι ιδιαίτεροι και περνούν ένα μήνυμα Ζωής: «Do yourself a favor/ Wake up to your mind/  Life is what you make it/ You see, but still you’re blind.»! Πολλά τζάζ στοιχεία: ρυθμικό και μελωδικό μπάσο, αυτοσχεδιαστική διάθεση στο μέσον του κομματιού και μετά επαναφορά  στο αρχικό του θέμα (μέσω των πνευστών που ακούσαμε ως εισαγωγή του κομματιού), τζάζ κλίμακες στο πιάνο, ντραμς (με και χωρίς σκουπάκι). Ακολουθεί το Sometimes in Winter, το οποίο έχει μία διάθεση αναπολήσεως του παρελθόντος. Έχει δύο βασικά μέρη, ένα πιο ήρεμο και ένα πιο ρυθμικό, τα οποία αν ονομάζαμε (Α και Β) με την σειρά που εμφανίζονται θα είχαμε μία τέτοια μορφή: Α, Β, Α, Α (το Β είναι το ρυθμικό). Με το More and More, επανερχόμαστε στο πιο funk, jazz, blues ύφος που είχαμε εντοπίσει προηγουμένως και στο Smiling Phases. Έχουμε παρέμβαση ηλεκτρικής κιθάρας στο παρόν κομμάτι προς το τέλος. Επί πλέον, ας παρατηρήσουμε και το τύπου “Hammond” όργανο που δεν αναφέρθηκε παραπάνω. Στο And When I Die, παρατηρούμε μία πιο παραδοσιακή “western” διάθεση σε “ρυθμό τσίρκου” (φυσικά, δεν υπάρχει τέτοιος όρος, μα νομίζω είναι εύστοχος). Το τελευταίο κομμάτι της πρώτης πλευράς του δίσκου είναι το God Bless The Child (της Billie της Holiday), το οποίο κινείται στο πλαίσιο των προαναφερθέντων σε έναν πιο χαλαρωτικό ρυθμό, όμως. Μετά την μέση του κομματιού, βέβαια, παρουσιάζεται μία πιο λάτιν τζάζ διάθεση (προς το τέλος επανερχόμαστε στο αρχικό ύφος).
 
Blood, Sweat & Tears
Η δεύτερη πλευρά, ξεκινά με το πολύ γνωστό τραγούδι του συγκροτήματος, το Spinning Wheel. Πρόκειται για ένα πολύ δυναμικό κομμάτι (με τον τρόπο του). Όσον αφορά το παρόν, προτείνεται να αναζητήσετε και την διασκευή της Peggy Lee. To You've Made Me So Very Happy, είναι από τα πιο ωραία κομμάτια αυτού του δίσκου. Το συγκεκριμένο γράφτηκε και τραγουδήθηκε πρώτα από την Brenda Holloway. Επομένως, πρόκειται για μία διασκευή ενός κλασσικού soul κομματιού. Πολύ επιτυχημένη (εφ’ όσον το τραγούδι έγινε κυρίως γνωστό μέσω της διασκευής αυτής). Αναζητήστε και την αυθεντική εκτέλεση. Ακολουθεί το Blues – Part II. Παρ’ όλο που το συγκρότημα είχε φροντίσει να συσχετισθεί μουσικά με τον τζάζ πιανίστα Thelonious Monk, το παρόν κομμάτι μου θυμίζει τις ατελείωτες και αρκετά κατσαρές αυτοσχεδιαστικές (και πνιγηρές, πολλές φορές) μουσικές σκέψεις του Miles Davis. Το συγκεκριμένο κομμάτι κάνει προς το τέλος του αναφορές στα κομμάτια Sunshine of Your Love (των Eric Clapton, Pete Brown και Jack Bruce) και το Spoonful (του Willie Dixon). Ενδιαφέρον φαίνεται να έχει μία παρουσίαση του εν λόγω κομματιού με την συμμετοχή του Tom Jones. Ο δίσκος κλείνει με το κομμάτι που άρχισε. Αυτήν την φορά, όμως, απλά εκτελείται μόνο το βασικό θέμα (από το πρώτο μέρος) με έκδηλο σκοπό το απαλό κλείσιμο του δίσκου.
 
Blood, Sweat & Tears
Ο συγκεκριμένος δίσκος είναι ιστορικός. Διατηρεί ολόκληρος ένα ενιαίο ύφος και δεν αρκείται στην αυτοτέλεια των κομματιών του. Αν και εντοπίζεται εύκολα η έντονη παρουσία του στοιχείου της διασκευής, θα ευχαριστηθείτε την αυθεντικά κεφλίδικη (κατά το “groovy”) διάθεση που μας χαρίζει το συγκρότημα. Ο δίσκος περιλαμβάνεται στo περίφημο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2006 με τίτλο: «1001 Albums You Must Hear Before You Die». Συστήνεται να τον ακούσετε κάποια στιγμή.
 
 
 Προσωπική αξιολόγηση του δίσκου: 8.7/10