Κατά την
πρώτη τους περίοδο (1967-1975), οι Genesis αποτελούνταν από τους Peter Gabriel
(φωνητικά), Anthony Phillips (κιθάρα), Tony Banks (πλήκτρα), Mike Rutherford
(μπάσσο και κιθάρα) και Phil Collins (ντραμς – και κρουστά, γενικά). Η δεύτερη
περίοδος ξεκινά το 1976, όπου ο Phil Collins αναλαμβάνει την θέση του βασικού
τραγουδιστή στο συγκρότημα, αφού ο Gabriel αποχώρησε. Δεν είμαι και πολύ
ακριβής με την δομή του συγκροτήματος, μα ξέρετε πως είναι αυτά τα πράγματα… Αν
θέλετε λεπτομέρειες κάντε μία ταχεία αναζήτηση στο διαδίκτυο και θα
τα βρείτε όλα με όλες τις σχετικές πληροφορίες και τα ρέστα. Ο πρώτος δίσκος
των Genesis κυκλοφόρησε το 1969 με τίτλο: «From Genesis To Revelation»,
και όπως συνηθίζεται δεν είχε καμμία ουσιαστική σχέση με το μελλοντικό έργο του
συγκροτήματος. Παρακάτω θα ασχοληθούμε με τον δεύτερο δίσκο των Genesis, ο
οποίος είναι ουσιαστικά ο πρώτος όσον αφορά το βασικό τους ύφος.
«Trespass»
(1970). Ο δίσκος ξεκινά με το πολύ δυναμικό και περιπετειώδες «Looking
for Someone». Ακούμε μία αριστουργηματική μουσική σύνθεση. Η
θεμελίωση του χαρακτηριστικού συνηχούντος διαστήματος της πέμπτης (καθαρής)
στις καταλήξεις θέτει, σε κάθε περίπτωση, μία αρχή – όπως και οι κατά
διαστήματα καθυστερήσεις (μειζόνων) τρίτων. Η χαρακτηριστική και γρήγορη
εναλλαγή των συγχορδιών της Λα και της Σι Μείζονος δημιουργεί ένα γνώρισμα (όχι
και τόσο πρωτότυπο, βέβαια). Περίπου στην μέση του πρώτου αυτού κομματιού,
δημιουργείται μία πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, η οποία μας εισάγει προς την
κατάληξη του. Εννοείται πως σε όλα τα κομμάτια του δίσκου, καλό θα ήταν να
προσέξετε την μελωδική γραμμή του μπάσσου. «White Mountain», ένα κομμάτι που
παρουσιάζει ποικιλομορφία –εναλλαγή, για την ακρίβεια- ως προς τα μουσικά του
επίπεδα (αυτό θα το επιβεβαιώσετε ακούγοντας το ολόκληρο – ιδιαίτερα το τέλος).
Εκτός από αυτήν την γενικού χαρακτήρα παρατήρηση, θεωρώ, πως το κομμάτι αυτό
(κυρίως λόγω του ρυθμικού του “πλεξίματος”) φροντίζει να κρατά τον ακροατή σε
ενός είδους εγρήγορση. Το «Visions of Angels» ξεκινά ως ένα απλό και μάλλον
τυπικό τραγούδι. Προς το ρεφραίν έχουμε ιδιαίτερα εφφέ πάνω στα
φωνητικά, αλλά και μετά το πέρας του, η φωνή του Gabriel δέχεται μια ελαφρά
επεξεργασία μέσω ειδικών εφφέ. Κατανοητό και άμεσα εύληπτο κομμάτι που με τις ταχείες
συγχορδιακές του μεταπτώσεις στα “οργανικά” (και όχι μόνο) σημεία του
επιτυγχάνεται ακόμη καλύτερα η θεμελίωση της δυναμικής του. Ως παράδειγμα
δυναμικής νοείται και ένα συγχορδιακά απλωμένο στόλισμα, σε στυλ τρίλλιας,
μεταξύ Ντο Μείζονος και Σι ύφεσης μείζονος στην κατάληξη του εκάστοτε ρεφραίν.
Μεγαλειώδες κομμάτι, ενδεχομένως, το καλύτερο του δίσκου!
«Stagnation»,
πρόκειται για ένα μοναδικό περισσότερο και πολύ ουσιαστικά αυτοσχεδιαστικό
κομμάτι, γεμάτο αυτόνομες μελωδικές πορείες που συνυπάρχουν σε τέλεια αρμονία.
Μοναδική είναι η όλη θεματική ανάπτυξη του κομματιού, καθώς και η απίστευτα
δημιουργική αξιοποίηση του βασικού μοτιβικού υλικού. Σε ανεβοκατεβάζει –
μεταπτωτικό, επομένως, και το παρόν. Καμμία στασιμότητα ή ακινησία (;)!
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα γεμάτο και πολύ πλούσιο κομμάτι (απίστευτα
σύνηθες και τυπικό φαινόμενο, μα μου αρέσει πολύ η τελευταία -ουσιαστικά-
συγχορδία που καθυστερεί την ολοκλήρωση της μείζονος τρίτης μέσω ενός κρυμμένου
παρατεταμένου ακούσματος της τετάρτης – σχετικά σύντομα, όπως είναι λογικό,
συμβαίνουν αυτά) . «Dusk», η μελαγχολική διάθεση του σούρουπου (#ΝταντάΒαμπίρstyle-not!). Ακούω ορισμένους ομιχλώδεις συσχετισμούς με το μεταγενέστερο «Breathe (in the Air)»
των Pink Floyd. Ενδιαφέρουσα σκέψη. Επιπλέον, το φλάουτο που ακούγεται
φροντίζει με μεγάλη επιμέλεια (και στις δύο τονικές περιοχές που κινείται) να
προσθέσει ορισμένες τζαζ αποχρώσεις.
«The Knife», έχουμε μία αλυσιδωτά
κλιμακούμενη εισαγωγή με τον επίμονο χαρακτήρα του αρμονίου, ο οποίος κυριαρχεί
σε ολόκληρο το κομμάτι. Γενικά, όλο το κομμάτι δημιουργεί την αίσθηση ενός
κυκλικού αλυσιδοποιημένου και σταδιακώς εντατικού αρμονικού – ρυθμικού μοτίβου.
Βέβαια, έρχεται η ώρα που η αλυσίδα σπάει και ένα επιμένον βάσιμο κυριαρχεί,
ενώ σιγά-σιγά όλα τα όργανα εμφανίζονται περαστικά. Όλο αυτό οδηγεί προφανώς
κάπου. Αρχίζουν διάφορα φωνητικά εφφέ-παρεμβάσεις, οι οποίες μας επαναφέρουν
στην αρχική ισορροπία μέσω ενός εκτενούς κιθαριστικού σόλο και ενός
επικαλυπτόμενου καταληκτικού τμήματος. Η "σεβασμιότητα" (για όσους το κατάλαβαν) του δίσκου επικυρώθηκε με το
τελευταίο κομμάτι. Η διάρκεια των κομματιών (γύρω στα επτά λεπτά- εκτός του
«Dusk») φανερώνουν με τον πιο απλό τρόπο την ειλικρινή και μεγαλειώδη μουσική
διάθεση των Genesis να δημιουργήσουν Μουσική (#Φίληςstyle).
Γενικά, σας
συμβουλεύω να ρίξετε μια ματιά και στους στίχους των τραγουδιών – δεν είναι
καθόλου τυχαίοι ή συνηθισμένοι (όπως και ο τίτλος του δίσκου). Θα μπορούσα να
σας κάνω αναφορές και σε στίχους, μα κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαιτέρως
ερμηνευτικό. Επομένως, δεν θα το προτιμούσα. Επιπλέον, παρατηρήστε την ιδιαίτερη
καλλιτεχνική άποψη των εξωφύλλων των δίσκων του συγκροτήματος (κυρίως μέχρι και
το 1976).
Προσωπική
αξιολόγηση του δίσκου: 9.8/10