Ὁ Θύμιος, τὸ ἀνθρωπάρι μᾶς, σάστισε ἀπ’ τὸ φόβι
Ο Μοτ παει να σηκώσει το χωριό στο πόδι. |
Ὁ μπαρμπα-Μὸτ
τρελλάθηκε σὰν εἶδε τὸ φεγγάρι,
στὸν βράχο ἐπάνω
ἀνέβηκε κι ἀμέσως ἀλυχτάει.
–Ἀοῦ! Ἀοῦ!– πεφώνηξε
καὶ τὸ χωριὸ σηκώθη
κι οἱ χωρικοὶ
ἐνεργήθηκαν ἕνας πρὸς ἕνας - ὅλοι.
Ὁ Θύμιος
θορυβήθηκε κι ἔτρεξε στὸ χωράφι,
μὴν καὶ κανένα ‘λυχταριὸ μὲ τὴν σοδειὰ χορτάξῃ.
μὴν καὶ κανένα ‘λυχταριὸ μὲ τὴν σοδειὰ χορτάξῃ.
Σᾶντε οὐδένα
βρῆκε ‘κεῖ, ‘στὰ βράχια ἀνεβαίνει,
κι ἐυθὺς ὁ Μὸτ
μορφώνεται σε λύκο μ’ ἕνα γένι.
Ὁ Θύμιος, τὸ ἀνθρωπάρι μᾶς, σάστισε ἀπ’ τὸ φόβι
καὶ εἲς τὸν Μὸτ
πεφώνηξε μὲ ὅλο τοῦ τὸ φιόρι.
– Βρὲ μπαρμπα-Μὸτ, καμάρι μοῦ, ἐσὺ ‘σαι
τὸ θηρίο,
ποῦ ὅλους μᾶς
ἐτρόμαξε ‘στῆς σέληνου τῷ πάνυ,
κι
ἀμέσως ὅλοι ἄρπαξαν κι ἐβάστουνε ὀπλάρι;
Γιᾶντε
ἐλυκανθρώπησες κι ἔφερες νέα μόδα
καὶ λαμπιρίζεις σᾶν φανῇ ὁ ἥλιος στὴν δικτυώνα;
καὶ λαμπιρίζεις σᾶν φανῇ ὁ ἥλιος στὴν δικτυώνα;
Μὴν
τὸ μυαλὸ σοῦ ἐλάφρυνε καὶ ἄρχισε τὰ κόλπα;
Πὲς μᾶς τὸ ἅν εἶν’ εὐθὺς καὶ μὴν τὸ παίζεις σκῶμμα.
Κι ὁ μπαρμπα-Μὸτ ἀπάντησε καὶ κόσμος μαζευόταν
γιὰ νὰ ἀκούσῇ εἷς πρὸς εἷς μὲ τὰ δικὰ τοῦ ὦτα.
Πὲς μᾶς τὸ ἅν εἶν’ εὐθὺς καὶ μὴν τὸ παίζεις σκῶμμα.
Κι ὁ μπαρμπα-Μὸτ ἀπάντησε καὶ κόσμος μαζευόταν
γιὰ νὰ ἀκούσῇ εἷς πρὸς εἷς μὲ τὰ δικὰ τοῦ ὦτα.
– Τοῦ Ἄη–Λάητ φάση, μᾶν!
cute story!