Οι Beach Boys - δεν ξέρω για ποιον λόγο ακριβώς –
θεωρούνται ένα ροκ συγκρότημα. Ίσως, βέβαια, να δεχθώ τελικά τον χαρακτηρισμό,
αφού συνηθίζουμε σήμερα να συγχέουμε το ροκ της δεκαετίας του ’60 με εκείνο που
διαμορφώθηκε στην δεκαετία του ’70 και του ’80. Οι Beach Boys έχουν γράψει κατά
κανόνα ανάλαφρα τραγούδια (surf rock). Το συγκρότημα ξεκίνησε περισσότερο
ως “οικογενειακή υπόθεση”, όπως φαίνεται, καθώς στην αρχική του μορφή
αποτελείτο από τους αδερφούς Brian (στίχοι, φωνητικά), Dennis (φωνητικά,
κρουστά και πλήκτρα) και Carl Wilson (κιθάρα και φωνητικά), τον ξάδερφό τους
Mike Love και τον Al Jardin (αυτός δεν είχε κάποια συγγένεια με τους προηγούμενους…).
«Pet
Sounds» (1966). Μάλλον θα σας απογοητεύσω αυτόν τον μήνα. Ο λόγος είναι
απλός. Θα ακουστεί άσχημο, μα όλα τα κομμάτια των Beach Boys μοιάζουν πάρα πολύ
μεταξύ τους. Δεν είναι κακό, σε καμμία, περίπτωση, ο καλλιτέχνης να διατηρεί
ένα ενιαίο ύφος στο έργο του, αλλά νομίζω (όπως θα διαπιστώσετε ακούγοντας τον
δίσκο) πως εδώ παράγινε το θέμα. Το βασικό χαρακτηριστικό των Beach Boys
είναι τα φωνητικά τους και η αρμονική δομή αυτών. Ο δίσκος αρχίζει με το
«Wouldn’t It Be Nice». Ένα από τα καλύτερα του δίσκου.
Από μουσικής
άποψης, και πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την αρμονία του τραγουδιού, έχω να
παρατηρήσω κάτι πολύ περαστικό, μα πολύ ευρηματικό κατά την γνώμη μου: σε
κάποιο σημείο που η βασική μελωδία που τραγουδιέται από τον τραγουδιστή λέει τη
λέξη «happy», σ’ όλες τις άλλες συνοδευτικές φωνές εντοπίζουμε να σχηματίζεται
μία ελάσσονα συγχορδία (απλή εξήγηση: αυτό είναι έξυπνο γιατί οι ελάσσονες
συγχορδίες χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν, κατά κανόνα, λυπηρά ακούσματα ενώ
οι μείζονες το αντίθετο). Το «You Still Believe In Me» προσπαθεί να μας
δημιουργήσει μια μάλλον πιο μεσαιωνική ατμόσφαιρα (με το ξεκίνημα του
τραγουδιού να θυμίζει γρηγοριανό μέλος, καθώς και μέσω ενός τσεμπάλου
- μάλλον με αρμόνιο παράγουν αυτόν τον ήχο που ακούγεται στην ηχογράφηση).
«Don’t Talk (Put Your Head on My Shoulder)», ένα τραγούδι σε ύφος μπαλλάντας με
ορισμένα έγχορδα για συνοδεία. «I’m waiting for Τhe Day», σε ορισμένα
σημεία κινείται στο ίδιο πλαίσιο με το περασμένο (δηλαδή, όπου δεν μπαίνουν τα
κρουστά και τα φωνητικά) και αυτό το κομμάτι – πολύ ωραίες αρμονίες. «Let’s Go
Away for Awhile», ένα καλό κομμάτι χωρίς φωνητικά – δεν θα τρελαθείτε
κιόλας (ακολουθεί στην δεύτερη πλευρά το πολύ καλύτερο “ορχηστρικό” «Pet
Sounds»). «Τhat’s Not Me» , «Sloop John B» νόστιμα τραγουδάκια.
Έχω την
εντύπωση πως το «God Only Knows» (με το οποίο ξεκινά η δεύτερη πλευρά) είναι το
εξέχον κομμάτι αυτού του δίσκου. Εκτός από τα μοναδικά φωνητικά, το
κομμάτι έχει και μια πολύ όμορφη και απλή μελωδική γραμμή. Το ίδιο ισχύει και
το για το επόμενο κομμάτι του δίσκου, το «I Know There’s an Answer». Παρ’ όλο
που αυτό το κομμάτι ακολουθεί μια ελαφρώς πιο σύνθετη αρμονική ύφανση από το «God
Only Knows», νομίζω πως πιο πολύ θα απολαύσετε το περασμένο. «Here Today», κι
άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στην δομή ενός κομματιού της δεκαετίας του ’60.
Δηλαδή, αν το ακούσει κάποιος (που έχει ακούσει λίγη μουσική) θα το εντάξει
άμεσα στο μουσικό περιβάλλον αυτής της δεκαετίας. Το «I Just Wan’t Made for
These Times» έχει έναν πιο δραματικό τόνο, όπως καταλαβαίνετε και από τον τίτλο
– αλλά είναι και πάλι ένα ευχάριστο τραγούδι (ακούστε και θα καταλάβετε). Το
«Pet Sounds», το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, δεν έχει ούτε στίχους – ούτε
φωνητικά. Παρά τούτο, το συγκρότημα κατάφερε και πάλι μια χαρά, με τον τρόπο
που έχει δομήσει την μουσική του, να μην ξεφεύγει καθόλου από το ύφος που έχει
καθορίσει. Λυπάμαι που θα φανώ πως επαναλαμβάνομαι, μα το συγκεκριμένο
κομμάτι “βρομάει” δεκαετία ’60 από πολύ μακριά… Είναι σαν τα
κομμάτια (στο λίγο πιο αργό) που ακούγονται στις ελληνικές ταινίες αυτής της
δεκαετίας και βλέπετε τους νέους της εποχής να κάνουν τους ωραίους, αλλά
σπαστικούς χορούς τους. Ο δίσκος κλείνει με το «Caroline, No»·
άξιζε κάτι πιο μεγαλειώδες από αυτό νομίζω. Συμπερασματικά, ακούστε σε κάθε
περίπτωση, από τα 13 κομμάτια του δίσκου, τα: «Wouldn’t It Be
Nice», «God Only Knows» και «Pet Sounds».
Δεν ξέρω για εσάς, μα εγώ πάντα όταν άκουγα σε κάποια – μάλλον ρομαντική (με κάποια παραλία, ανθρώπους να τρέχουν σε αυτήν και τα σχετικά) – ταινία, κάποιο τραγούδι με ωραία φωνητικά, ήθελα να ξέρω πως μπορώ να ακούσω περισσότερη τέτοιου είδους μουσική. Μετά έμαθα τους Beach Boys και λύθηκε αυτό το πρόβλημα. Νομίζω πως το ίδιο τους το όνομα προσδιορίζει με έναν (όχι και τόσο) ιδιότυπο τρόπο το ύφος και τον αέρα της μουσικής τους. Κάποια στιγμή στο μέλλον θα φροντίσω να σας παρουσιάσω και τον δίσκο «Shut Down Volume 2» (1964) των Beach Boys, ο οποίος περιέχει το «Don’t Worry Baby» (ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους και σίγουρα το αγαπημένο μου από το συγκρότημα).
Προσωπική
αξιολόγηση του δίσκου: 7.8/10